Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

του διαβήτη

  • 1 циркульный

    επ.
    1. του διαβήτη•

    -ая игла το βελόνη του διαβήτη•

    -ая ножка το σκέλος του διαβήτη.

    2. κυκλικός•

    -ая арка κυκλική αψίδα.

    εκφρ.
    - ая пила – κυκλικό πριόνι (δίσκος).

    Большой русско-греческий словарь > циркульный

  • 2 ножка

    θ.
    1. ποδαράκι πόδι.
    2. (για έπιπλα κ.τ.τ.) το ποδαρικό•

    ножка стула το ποδαρικό του καθίσματος.

    3. το στέλεχος του μανιταριού.
    4. (για εργαλεία) το σκέλος•

    ножка циркуля το σκέλος του διαβήτη.

    Большой русско-греческий словарь > ножка

  • 3 раствор

    α.
    1. άνοιγμα•

    раствор циркуля, ножниц το άνοιγμα του διαβήτη, του ψαλιδιού.

    2. οπή•

    широкий раствор окна πλατύ άνοιγμα του παράθυρου.

    α.
    διάλυμα•

    раствор марганца διάλυμα μαγγανίου•

    расыщенный раствор κορεσμένο διάλυμα.

    || κονίαμα•

    цементный раствор τσιμεντοκονίαμα•

    известковый раствор ασβεστοκονίαμα.

    || λάσπη δομική.

    Большой русско-греческий словарь > раствор

  • 4 сблизить

    сближу, сблизишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сближенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. πλησιάζω, ζυγώνω, σιμώνω, προσεγγίζω παραθέτω•

    сблизить ветви дерева πλησιάζω τα κλαδιά του δέντρου•

    сблизить электроды πλησιάζω τα ηλεκτρόδια•

    сблизить ножки циркуля συγκλίνω τα σκέλη του διαβήτη.

    || συνδέω• συνδυάζω•

    сблизить науку и производство συνδυάζω την επιστήμη με την παραγωγή•

    сблизить теорию с практикой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη.

    || συνδέω, ενώνω•

    одинаковые интересен -ли нас τα ίδια (κοινά) συμφέροντα μας συνέδεσαν.

    2. εξαλείφω μερικά τη διαφορά• μικραίνω τη διαφορά•

    сблизить умственный труд с физическим μικραίνω τη διαφορά μεταξύ πνευματικής και χειρονακτικής εργασίας•

    сблизить город с деревней εξαλείφω τη μεγάλη διαφορά της πόλης και του χωριού.

    1. πλησιάζω, έρχομαι κοντά, κοντοζυγώνω, σιμώνω, προσεγγίζω.
    2. μτφ. αποκτώ συνάφεια ή σύνδεση, συσχετίζομαι• συνδέομαι, ενώνομαι. || αποκτώ ομοιότητα, προσομοιάζω

    Большой русско-греческий словарь > сблизить

  • 5 удлинитель

    1. тех. о επιμηκυντήρας 2. (электрический шнур) το καλώδιο επιμήκυνσης/συμπλήρωσης
    η μπαλα-ντέζα (ξεν.)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > удлинитель

  • 6 расставить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. τακτοποιώ, βάζω σε τάξη, διευθετώ•

    расставить книги в шкафу τακτοποιώ τα βιβλία στη βιβλιοθήκη.

    || τοποθετώ• εγκατασταίνω•

    расставить часовых в окопах εγκατασταίνω σκοπούς τα χαρακώματα.

    || βάζω, χτίζω (δίχτυ, παγίδα κ.τ.τ.).
    τποθετώ, καταμερίζω, διαθέτω•

    расставить кадры διαθέτω τα στελέχη.

    2. ανοίγω• διχάζω•

    расставить ноги ανοίγω τα πόδια•

    расставить пальцы ανοίγω τα δάχτυλα•

    расставить ножки циркуля ανοίγω τα σκέλη του διαβήτη.

    3. ανοίγω (τις ραφές ενδύματοε)• φαρδύνω.
    1. τοποθετούμαι, τακτοποιούμαι• μπαίνω στη θέση μου•

    наконец вся мебель –лась επι τέλους όλα τα έπιπλα μπήκαν στη θέση τους.

    2. ανοίγω, -ομαι•

    пальцы -лись τα δάχτυλα άνοιξαν.

    3. (για ένδυμα) φαρδύνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > расставить

  • 7 сомкнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сомкнутый βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κλείνω, συγκλείνω•

    сомкнуть ножки циркуля κλείνω τα σκέλη του διαβήτη.

    || πυκνώνω•

    сомкнуть ряда πυκνώνω τις γραμμές ή τάξεις.

    || συνδυάζω• συνδέω.
    2. συνάπτω, ενώνω, κλείνω•

    сомкнуть веки κλείνω τα βλέφαρα•

    сомкнуть рот κλείνω το στόμα.

    εκφρ.
    не сомкнуть глаза – δεν κλείνω μάτι (αγρυπνώ).
    1. κλείνομαι.
    2. πυκνώνω κλπ. ρ. ενεργ.φ.
    εκφρ.
    - ись – (στρατ. παράγγελμα) πυκνώστε ή πυκνωθείτε.

    Большой русско-греческий словарь > сомкнуть

  • 8 ножка

    ножк||а
    ж
    1. уменыи. τό ποδαράκι:
    прыгать на одной \ножкае πηδῶ στό ἕνα πόδι, παίζω κουτσό, παίζω τόν καλόγερο·
    2. (какого-л. предмета) τό σκέλος, τό ποδάρι, τό πόδι:
    \ножка циркуля τό σκέλος ТОО διαβήτη·
    3. зоол., бот. τό πόδι, τό στέλεχος, ὁ μίσχος:
    \ножка гриба ὁ μίσχος τοῦ μανιταριοῦ· ◊ подставлять \ножкау кому-л. βάζω κάποιου τρικλοποδιά.

    Русско-новогреческий словарь > ножка

См. также в других словарях:

  • κατασκευή — (Μαθημ.). Όρος που αναφέρεται κυρίως στον κλάδο της γεωμετρίας (κ. ενός σχήματος από ορισμένα γνωστά στοιχεία του) αλλά και σε άλλους κλάδους (κ. μιας λύσης μιας διαφορικής εξίσωσης). Προκειμένου για την επίλυση ενός μαθηματικού προβλήματος… …   Dictionary of Greek

  • μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …   Dictionary of Greek

  • Μασκερόνι, Λορέντσο — (Lorenzo Mascheroni, Μπέργκαμο 1750 – Παρίσι 1800). Ιταλός μαθηματικός και συγγραφέας. Σε ηλικία δεκαεπτά ετών περιβλήθηκε το μοναχικό σχήμα και αρχικά δίδασκε ρητορική. Από το 1778 δίδασκε φυσική και μαθηματικά στο Σεμινάριο της ιδιαίτερης… …   Dictionary of Greek

  • τετραγωνισμός — Στη στοιχειώδη γεωμετρία σημαίνει την κατασκευή ενός τετραγώνου με εμβαδόν ίσο προς το εμβαδόν δοθέντος σχήματος. Νοείται ότι ένα παρόμοιο πρόβλημα πρέπει να λύνεται με τα μόνα μέσα που διαθέτει η στοιχειώδης γεωμετρία, δηλαδή με τον κανόνα και… …   Dictionary of Greek

  • ινσουλίνη — Αντιδιαβητική ορμόνη που παράγεται στο πάγκρεας από τα β κύτταρα των νησίδων του Λάνγκερχανς. Πρόκειται για ένα μικρό πρωτεϊνικό μόριο, που αποτελείται από δύο πολυπεπτιδικές αλυσίδες (Α και Β), συνδεόμενες μεταξύ τους με γέφυρες θείου. Και οι… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… …   Dictionary of Greek

  • Γαλάνης, Δημήτριος — (Αθήνα 1879 – 1966). Ζωγράφος και χαράκτης. Τις βάσεις της ευρύτερης παιδείας του και την αγάπη για την έρευνα, ουσιαστικά στοιχεία της προσωπικότητάς του, τα άντλησε από το οικογενειακό του περιβάλλον. Ο πατέρας του Εμμανουήλ είχε σπουδάσει… …   Dictionary of Greek

  • Ευκλείδης — I (330; – 275; π.Χ.). Μαθηματικός. Ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά για τη ζωή του. Αραβικές πηγές αναφέρουν ότι γεννήθηκε στην Τύρο της Συρίας και σπούδασε στην Αθήνα. Την εποχή της βασιλείας του Πτολεμαίου A’ τον κάλεσαν στην Αλεξάνδρεια για να… …   Dictionary of Greek

  • κύβος — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… …   Dictionary of Greek

  • κυβός — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»